- θυσιαστής
- οο θύτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θυσιαστής — ο (Α θυσιαστής) [θυσιάζω] ο θύτης* … Dictionary of Greek
θυσιαστάς — θυσιαστά̱ς , θυσιαστής a sacrificer masc acc pl θυσιαστά̱ς , θυσιαστής a sacrificer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοθύτης — ζῳοθύτης, ὁ (Α) αυτός που θυσιάζει ζώα, ο θυσιαστής ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + θύτης (< θύω) πρβλ. ιερο θύτης, μηλο θύτης] … Dictionary of Greek
θυσιουργός — θυσιουργός, όν (Α) αυτός που τελεί θυσίες, ο θυσιαστής, ο θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυσία + ουργός (< έργον), πρβλ. δημι ουργός, στιχ ουργός] … Dictionary of Greek
θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… … Dictionary of Greek
μοσχοτόμος — μοσχοτόμος, ον (Α) αυτός που σφάζει μόσχους, ο θυσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, λιθο τόμος] … Dictionary of Greek